άνισχυς

άνισχυς
ἄνισχυς, -υ (Α)
ο χωρίς ισχύ, αδύναμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԶՕՐ — (ի, աց.) NBH 1 0146 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c ա. ἅνισχυς, ἁδρανής infirmus Որ ոչ զօրէ. յետնեալ ʼի զօրութենէ. տկար. տզօր, անկարող. անոյժ. չատիկօղ, ուժ չունեցօղ. ... *Ընտիրք՝ անզօրք եղիցին …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”